Την Τρίτη 21 Ιουλίου 2020, πραγματοποιήθηκε η 2η Σύνοδος της Παράλληλη Βουλής για την Κοινωνία των Πολιτών. Στις εργασίες της Συνόδου, η Επιτροπή Διαφάνειας, Θεσμών και Δικαιοσύνης είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τις εισηγήσεις της, οι οποίες ψηφίστηκαν ομόφωνα από τα Μέλη της Παράλληλης Βουλής για την Κοινωνία των Πολιτών.
Η δράση της Επιτροπή Διαφάνειας, Θεσμών και Δικαιοσύνης χωρίζεται σε τρεις πυλώνες:
- Θέματα εσωτερικής δικαιοσύνης και αντεγκληματικής πολιτικής
- Θέματα ευρωπαϊκών και διεθνών υποθέσεων
- Θέματα θεσμών και διαφάνειας
Τα μέλη είναι:
- η Μαρία Κωνσταντίνου (Πρόεδρος Επιτροπής),
- Δρ Νικόλας Κυριακίδης (Γραμματέας Επιτροπής),
- Δρ Αλέξανδρος Τσαδήρας,
- Δρ Κωνσταντίνος Κουρούπης,
- Δρ Χρίστος Κασσιμέρης και
- Δρ Αθανασία Κλεάνθους-Καπακίδου.
Διαβάστε περισσότερα για τις εργασίες της Επιτροπής εδώ
Aναλυτικά όλες οι εισηγήσεις της Επιτροπής που ψηφίστηκαν από την Ολομέλεια της Παράλληλης Βουλής:
1.«Τροποποίηση του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμος του 2014 (91(Ι)/2014)»
Με την τροποποίηση του αναφερόμενου νόμου, η Επιτροπή ενθαρρύνει την αντικατάσταση και τον τερματισμό του όρου παιδική πορνογραφία και τη χρήση κατάλληλης ορολογίας, δηλαδή του όρου σεξουαλική κακοποίηση και εκμετάλλευση παιδιών. Ο λόγος έγκειται στο γεγονός ότι η πορνογραφία είναι ένας όρος που αναφέρεται σε ενήλικες που εκτίθενται σε εικόνες, βίντεο ή / και γραφή, με σκοπό να προκαλέσει σεξουαλική ευχαρίστηση. Όταν εμπλέκονται παιδιά, δεν είναι πορνογραφία. Είναι σεξουαλική κακοποίηση και είναι έγκλημα. Η χρήση της γλώσσας είναι σημαντική κατά την προστασία των παιδιών. Για δημοσιεύσεις που εμπερικλείουν τέτοια εγκλήματα, επιλέγουμε να χρησιμοποιήσουμε γλώσσα που να αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τα δεινά των παιδιών που προσπαθούμε να προστατεύσουμε με τη βοήθεια της επιβολής του νόμου. Ενώ αναγνωρίζουμε ότι η «παιδική πορνογραφία» εξακολουθεί, δυστυχώς, να είναι νομικός ορισμός και χρησιμοποιείται για τις κατηγορίες που αποδίδονται σε δράστες στην Κύπρο αλλά και σε άλλες χώρες του εξωτερικού, υπάρχουν πολλές διεθνείς συμφωνίες και οδηγίες που αναγνωρίζουν ότι αυτή η ορολογία είναι (στην καλύτερη περίπτωση) ανακριβής. Τα παιδιά δεν επιλέγουν να εμπλακούν σε αυτή τη φρικτή μεταχείριση, ούτε αξίζουν να βιντεογραφηθούν, να τους διανείμουν και να τους παρακολουθήσουν ξανά και ξανά άρρωστοι δράστες. Είναι η χειρότερη στιγμή της ζωής τους και τραυματίζονται για πάντα. Πιστεύουμε ότι η απόδειξη της σεξουαλικής τους κακοποίησης δεν είναι «πορνογραφία», είναι υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Σημαντικό αναφοράς, είναι το εγχειρίδιο: “The Luxembourg Guidelines” . Το εγχειρίδιο αναπτύχθηκε από μια ομάδα 18 διεθνών εταίρων. Το περιεχόμενο του θεωρείται ως βέλτιστη πρακτική και συνιστάται η χρήση του στις αρχές επιβολής του νόμου σε όλο τον κόσμο.
2.«Εκσυγχρονισμός περί Αποδείξεως Νόμου και νομοθεσίας για εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων»
Όπως είναι γνωστό, η κυπριακή δικαιοσύνη αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα (όπως σοβαρές καθυστερήσεις, κακή κατάσταση κτιριακών εγκαταστάσεων) και βρίσκεται υπό μεταρρύθμιση σε διάφορους τομείς. Θα εισαχθεί τρίτος βαθμός δικαιοσύνης, θα ιδρυθεί σχολή δικαστών, ο τρόπος επιλογής νέων δικαστών θα αλλάξει, θα δημιουργηθεί ηλεκτρονική δικαιοσύνη, θα αλλάξουν οι κανόνες πολιτικής δικονομίας κλπ. Μαζί με όλα αυτά, υπάρχουν δύο σημαντικές κατηγορίες νομοθεσίας που αφορούν την δικαστική διαδικασία και για τις οποίες δεν συζητείται οποιαδήποτε μεταρρύθμιση: Ο Περί Αποδείξεως Νόμος και η νομοθεσία για εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων.
3.«Δημιουργία Διαδικτυακού Νομοθετικού Παρατηρητηρίου»
Η Κυπριακή Δημοκρατία, δεδομένης της ένταξής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οφείλει να εναρμονίζει την εσωτερική της έννομη τάξη με τα Ενωσιακά νομοθετήματα. Η πιο συνήθης περίπτωση είναι η εσωτερικοποίηση Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω νομοθετημάτων που υιοθετεί η Βουλή των Αντιπροσώπων, οι λεγόμενοι εναρμονιστικοί νόμοι. Ο αριθμός των νομοθετημάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξάνεται σε αριθμό και ποικιλία και συνεπώς η ταχεία και αποτελεσματική υιοθέτηση εναρμονιστικών νόμων καθίσταται όλο και πιο επιτακτική. Εντούτοις, δεν υπάρχει καμία απολύτως ενημέρωση των πολιτών για την πορεία της εναρμονιστικής νομοθετικής παραγωγής εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων. Το φαινόμενο αυτό είναι παράδοξο, δεδομένου μάλιστα ότι τα σχετικά νομοθετήματα επηρεάζουν δραματικά την καθημερινότητά των πολιτών. Δεδομένων των ανωτέρω προτείνεται όπως δημιουργηθεί δικτυακός τόπος (website) με τίτλο «Νομοθετικό Παρατηρητήριο» το οποίο θα παρέχει πληροφορίες δημοσίως, χωρίς χρέωση και σε πραγματικό χρόνο για το ακριβές στάδιο στο οποίο βρίσκεται η προετοιμασία της εθνικής νομοθεσίας που εσωτερικοποιεί Ενωσιακές Οδηγίες και λοιπά Ενωσιακά νομοθετήματα, ενώ παράλληλα θα δίνει πρόσβαση και στα σχετικά κείμενα κατά το πρότυπο του Νομοθετικού Παρατηρητηρίου που διατηρεί η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση για την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων της.
4.«Συμπλήρωση κενών περί ρητορικής μίσους»
Η εισήγηση αφορά στην πλήρωση ορισμένων κενών που υπάρχουν στη νομοθεσία περί καταπολέμησης της ρητορικής μίσους. Συνοπτικά, οι προτάσεις έγκεινται στην τροποποίηση του σχετικού άρθρου του κυπριακού Ποινικού Κώδικα που τυποποιεί το εν λόγω αδίκημα (άρθρο 99Α). Ο κύριος σκοπός είναι η διασταλτική ερμηνεία του όρου «ρητορική μίσους», όπως αυτός έχει ερμηνευτεί τόσο βάσει ευρωπαϊκών Οδηγιών όσο και μέσα από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ως εκ τούτου, προτείνεται, αρχικά, η διεύρυνση του περιεχομένου και πεδίου εφαρμογής του άρθρου 99Α ΠΚ και η τροποποίηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασής του ώστε να περιλαμβάνει όλες τις διαστάσεις της ρητορικής μίσους. Έπειτα, προτείνεται η διόρθωση ορισμένων ερμηνευτικών λαθών, κατόπιν συστηματικής επιστημονικής και βιβλιογραφικής έρευνας και σύμφωνα με τη διεθνή και ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία. Τέλος, παρατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις για την αποτελεσματική πάταξη της ρητορικής μίσους, σε συνάρτηση με ξεχωριστές συνθήκες, όπως είναι η τέλεση του αδικήματος από πρόσωπα που κατέχουν δημόσιο αξίωμα, όπου η επαπειλούμενη ποινή θα πρέπει να είναι εξόχως βαρύνουσα.